Αγροίκος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αγροίκος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тврдоглавоста
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγροίκος
αγροίκος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αγροίκος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αγράμματος στα σλαβομακεδονικά - неписмени, неписмените, неписмена, неписмен, неписмено
- αγριοκοιτάζω στα σλαβομακεδονικά - отсјај, сјајот, отсјајот, блесокот, одблесокот
- αγροικία στα σλαβομακεδονικά - куќа, фарма, селска куќа, стара куќа, куќа во
- αγροτικός στα σλαβομακεδονικά - рурални, руралниот, руралните, рурален, рурална
Τυχαίες λέξεις
Αγροίκος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: тврдоглавоста
Μεταφράσεις: тврдоглавоста