Αγροίκος στα λιθουανικά
Μετάφραση: αγροίκος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šiurkštus, neišauklėtas, Prostaczkowaty, Chłopski, Neaptēsts, Chamski
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγροίκος
αγροίκος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αγροίκος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αγράμματος στα λιθουανικά - neraštingas, beraštis, neraštingi, neraštingais
- αγριοκοιτάζω στα λιθουανικά - spindėjimas, žibėti, žybsėti, lygus ir permatomas, bliksėti
- αγροικία στα λιθουανικά - troba, Farmhouse, Kaimo turizmas, sodyba, ūkininko gyvenamasis namas
- αγροτικός στα λιθουανικά - kaimo, savivaldybė kaimo, kaimo vietovių, kaimas, kaimo vietovėse
Τυχαίες λέξεις
Αγροίκος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šiurkštus, neišauklėtas, Prostaczkowaty, Chłopski, Neaptēsts, Chamski
Μεταφράσεις: šiurkštus, neišauklėtas, Prostaczkowaty, Chłopski, Neaptēsts, Chamski