Αγροίκος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αγροίκος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cru, tosco, agreste, rude, grosseiro, bronco, boorish, grosseira, grosseiros
Αγροίκος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγροίκος

αγροίκος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγροίκος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αγράμματος στα πορτογαλικά - analfabeto, iletrado, analfabetos, analfabeta, analfabetas
  • αγριοκοιτάζω στα πορτογαλικά - brilho intenso, olhar penetrante, brilho, o brilho, reflexo
  • αγροικία στα πορτογαλικά - casa da fazenda, quinta, fazenda, Farmhouse, de quinta
  • αγροτικός στα πορτογαλικά - rural, campestre, rurais, agrícola, campo
Τυχαίες λέξεις
Αγροίκος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cru, tosco, agreste, rude, grosseiro, bronco, boorish, grosseira, grosseiros