Ανακριτικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανακριτικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інквізіцыйных, інквізіцыйныя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακριτικός
ανακριτικός υπάλληλος, ανακριτικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανακριτικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανακρίνω στα λευκορωσικά - дапытваць, дапытвацца, апытваць, дапытаць, распытваць
- ανακριβής στα λευκορωσικά - недакладны, недасканалы, недакладную
- ανακτώ στα λευκορωσικά - аднаўляць
- ανακωχή στα λευκορωσικά - перамір'е, замірэнне, перамір`е, замірэньне
Τυχαίες λέξεις
Ανακριτικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: інквізіцыйных, інквізіцыйныя
Μεταφράσεις: інквізіцыйных, інквізіцыйныя