Ανακριτικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανακριτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inquisitorial, inquisitório, inquisitivo, inquisitória, inquisidor
Ανακριτικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακριτικός

ανακριτικός υπάλληλος, ανακριτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανακριτικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανακρίνω στα πορτογαλικά - questionar, interrogar, desprazer, pergunta, intérprete, grade, sofrer, ...
  • ανακριβής στα πορτογαλικά - impreciso, inexato, imprecisa, imprecisas, inexactas
  • ανακτώ στα πορτογαλικά - remir, reparar, repor, reconquistar, recupere, recuo, reaver, ...
  • ανακωχή στα πορτογαλικά - trégua, tréguas, trégua de, truce, armistício
Τυχαίες λέξεις
Ανακριτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inquisitorial, inquisitório, inquisitivo, inquisitória, inquisidor