Ανοιχτός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανοιχτός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτός
ανοιχτός τομογράφος, ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, ανοιχτός διαγωνισμός, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός παιδότοπος, ανοιχτός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανοιχτός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτά στα λευκορωσικά - адкрыта, адчынена, адкрыты, адкрытае
- ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά - шчодры, шчодра, бясконца шчодры
- ανοξείδωτος στα λευκορωσικά - нержавелы, нержавеючы, нержавеючай, непадуладную, непадуладную часу
- ανοράκ στα λευκορωσικά - анораки
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых
Μεταφράσεις: адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых