Ανοιχτός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανοιχτός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, відкритою
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτός
ανοιχτός τομογράφος, ανοιχτός αλληλόχρεος λογαριασμός, ανοιχτός διαγωνισμός, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός παιδότοπος, ανοιχτός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανοιχτός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ανοιχτά στα ουκρανικά - відкрито, відверто, публічно, привселюдно, відкрите, відкрита
- ανοιχτοχέρης στα ουκρανικά - шляхетний, великодушний, міцний, щедрий, родючий, щедрим
- ανοξείδωτος στα ουκρανικά - бездоганний, чесний, незаплямований, нержавіючий, нержавіючої, нержавеющий, неіржавіючий, ...
- ανοράκ στα ουκρανικά - анораки
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, відкритою
Μεταφράσεις: відкритий, відкривати, відчинити, відкриття, відкритим, відкритих, відкритими, відкритою