Αντοχή στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αντοχή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супраціў, супраціўленне
Αντοχή στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντοχή

αντοχή των υλικών, αντοχή στο τρέξιμο, αντοχή υλικών σημειώσεις, αντοχή σε εφελκυσμό, αντοχή υλικών pdf, αντοχή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αντοχή στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αντλία στα λευκορωσικά - сэрца, помпа, насос, помпу
  • αντλώ στα λευκορωσικά - атрымліваць, атрымоўваць
  • ανυπάκουος στα λευκορωσικά - непаслухмяны
  • ανυπακοή στα λευκορωσικά - непаслушэнства, непаслухмянасць, непаслухмянасьць, непаслушнасьць, гэтага непаслушэнства
Τυχαίες λέξεις
Αντοχή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: супраціў, супраціўленне