Αντοχή στα ουκρανικά
Μετάφραση: αντοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешкоджати, опиратися, протистояти, відбивати, мужність, терпимість, толерантність, опір, спротив
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντοχή
αντοχή των υλικών, αντοχή στο τρέξιμο, αντοχή υλικών σημειώσεις, αντοχή σε εφελκυσμό, αντοχή υλικών pdf, αντοχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αντοχή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αντλία στα ουκρανικά - пемзи, насос
- αντλώ στα ουκρανικά - відбуватись, відводити, отримувати, витягати, одержувати, отримуватимуть, отримуватиме, ...
- ανυπάκουος στα ουκρανικά - неслухняний, непокірний, неслухняна
- ανυπακοή στα ουκρανικά - непокірний, непослух, неслухняність, непослух прийняли, непокору
Τυχαίες λέξεις
Αντοχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перешкоджати, опиратися, протистояти, відбивати, мужність, терпимість, толерантність, опір, спротив
Μεταφράσεις: перешкоджати, опиратися, протистояти, відбивати, мужність, терпимість, толерантність, опір, спротив