Απάγω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: απάγω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шмыгнуць, юркнуць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απάγω
απάγω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απάγω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αξιόπιστος στα λευκορωσικά - надзейны, надзейную, надзейная
- αξονικός στα λευκορωσικά - восевай, восевы, восевага, восевых, осевой
- απάθεια στα λευκορωσικά - апатыя, абыякавасць, яго абыякавасць
- απάνθρωπα στα λευκορωσικά - бесчалавечны, нялюдскі, бесчалавечы, нечалавечае
Τυχαίες λέξεις
Απάγω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шмыгнуць, юркнуць
Μεταφράσεις: шмыгнуць, юркнуць