Καταστρέφω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καταστρέφω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згвалціць, згвалтаваць
Καταστρέφω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστρέφω

καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικά, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταστρέφω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καταστατικό στα λευκορωσικά - статут, стаміўшыся, Статут Арганiзацыi Аб'яднаных, Устав, Статут Арганiзацыi
  • καταστολή στα λευκορωσικά - падаўленне, прыгнечанне, падаўленьне, прымусовавае падаўленне, ўціск
  • καταστρεπτικός στα λευκορωσικά - разбуральны, сабе разбуральны, мярзотлівы, у сабе разбуральны
  • καταστροφή στα λευκορωσικά - знішчэнне, зьнішчэньне
Τυχαίες λέξεις
Καταστρέφω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: згвалціць, згвалтаваць