Καταστρέφω στα σλοβενικά
Μετάφραση: καταστρέφω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
narušit, pustošit, ničit, Deflorirati
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστρέφω
καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικά, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, καταστρέφω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- καταστατικό στα σλοβενικά - statut, listina, statutu, statuta, statutom, v statutu
- καταστολή στα σλοβενικά - potlačení, utajení, represija, zatiranje, represije, zatiranju, represijo
- καταστρεπτικός στα σλοβενικά - destruktivno, destruktivni, uničujoča, destruktivne, destruktivna
- καταστροφή στα σλοβενικά - katastrofa, uničenje, uničevanje, uničenja, uničenjem, unićenje
Τυχαίες λέξεις
Καταστρέφω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: narušit, pustošit, ničit, Deflorirati
Μεταφράσεις: narušit, pustošit, ničit, Deflorirati