Κατσαρός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κατσαρός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўецца, павойны, як уецца, які віўся
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατσαρός
κατσαρός παναγιώτης α.ε.τ.β.ε, κατσαρός θωμάς, κατσαρός κωνσταντίνος, κατσαρός βασίλης, κατσαρός αντισταθείτε, κατσαρός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κατσαρός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατσαδιάζω στα λευκορωσικά - лаяць, ругать, сварыцца, сварыцца на, лаяцца
- κατσαρίδα στα λευκορωσικά - прусак, прус, таракан
- κατσαρώνω στα λευκορωσικά - кучаравыя, павойныя
- κατσικάκι στα λευκορωσικά - трошку, троху, дзіця
Τυχαίες λέξεις
Κατσαρός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўецца, павойны, як уецца, які віўся
Μεταφράσεις: ўецца, павойны, як уецца, які віўся