Καυσαέριο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καυσαέριο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дым, выхлапной, выхлопной, выхлапны
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυσαέριο
καυσαέριο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καυσαέριο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καυγάς στα λευκορωσικά - скандаліць, шкандаліць
- καυγαδίζω στα λευκορωσικά - спрэчка, спрэчку, спорт, спор, спрэчкі
- καυστήρας στα λευκορωσικά - гарэлка, гарэлку
- καυστικός στα λευκορωσικά - гарачы, спякотны, гарачае, гарачым, гарачая
Τυχαίες λέξεις
Καυσαέριο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дым, выхлапной, выхлопной, выхлапны
Μεταφράσεις: дым, выхлапной, выхлопной, выхлапны