Працаваць στα ελληνικά

Μετάφραση: працаваць, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπος, σκάβω, κέντρισμα, σαρκασμός, τσιγάρο, αγγαρεία, μόχθος, αλέθω, τρίζω, αδελφή, νύξη, λιώνω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Працаваць στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • прадаваць στα ελληνικά - εκποιώ, πουλώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, πουλήσουν
  • прадмесьце στα ελληνικά - προάστιο, περίχωρα, Faubourg, οδού Faubourg, Faubourg είναι, στο Faubourg
  • прыймаць στα ελληνικά - ομόνοια, έχε, συμφωνώ, συμφωνία, λαμβάνω, εισάγω, αρμονία, ...
  • прынасiць στα ελληνικά - αποκτώ, υποφέρω, προξενώ, μεταφορά, παραδίνω, κάνω, γεννώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Працаваць στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπος, σκάβω, κέντρισμα, σαρκασμός, τσιγάρο, αγγαρεία, μόχθος, αλέθω, τρίζω, αδελφή, νύξη, λιώνω, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες