Παλλόμενος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: παλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пульсавалы, пульсуючы, пульсаваў, які пульсаваў, пульсавалая
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλλόμενος
παλλόμενος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, παλλόμενος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- παλικαρισμός στα λευκορωσικά - запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі
- παλιμβουλία στα λευκορωσικά - tergiversator
- παλμός στα λευκορωσικά - пульсацыя
- παλούκι στα λευκορωσικά - слуп, полюс, канцавоссе
Τυχαίες λέξεις
Παλλόμενος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пульсавалы, пульсуючы, пульсаваў, які пульсаваў, пульсавалая
Μεταφράσεις: пульсавалы, пульсуючы, пульсаваў, які пульсаваў, пульсавалая