Παλλόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: παλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулсирачки, пулсирање, пулсира, пулсирачка, пулсирачката
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλλόμενος
παλλόμενος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παλλόμενος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά - силеџиство, малтретирањето, малтретирање, заплашувањето, насилничкото
- παλιμβουλία στα σλαβομακεδονικά - tergiversator
- παλμός στα σλαβομακεδονικά - пулсот, трепет, пулсирам, throb
- παλούκι στα σλαβομακεδονικά - пол, скок, скок со, столб
Τυχαίες λέξεις
Παλλόμενος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пулсирачки, пулсирање, пулсира, пулсирачка, пулсирачката
Μεταφράσεις: пулсирачки, пулсирање, пулсира, пулсирачка, пулсирачката