Παλλόμενος στα λιθουανικά
Μετάφραση: παλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pulsuojanti, pulsuojantis, pulsuojantį, pulsating, pulsuoja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλλόμενος
παλλόμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παλλόμενος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παλικαρισμός στα λιθουανικά - įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas
- παλιμβουλία στα λιθουανικά - tergiversator
- παλμός στα λιθουανικά - pulsas, tvinkčiojimas, plazdėti, jaudinimasis, ritmingai gausti, daužytis
- παλούκι στα λιθουανικά - sargybinis, sargyba, polius, polių, lenkas, kartimis, ašigalis
Τυχαίες λέξεις
Παλλόμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pulsuojanti, pulsuojantis, pulsuojantį, pulsating, pulsuoja
Μεταφράσεις: pulsuojanti, pulsuojantis, pulsuojantį, pulsating, pulsuoja