Παλλόμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: παλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pulserende, pulserend, pulseren, kloppende, bruisende
Παλλόμενος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παλλόμενος

παλλόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παλλόμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • παλικαρισμός στα ολλανδικά - pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest
  • παλιμβουλία στα ολλανδικά - tergiversator
  • παλμός στα ολλανδικά - pols, slaan, tel, polsslag, kloppen, bonzen, pulseren, ...
  • παλούκι στα ολλανδικά - deurpost, kuil, pool, post, schildwacht, staak, paal, ...
Τυχαίες λέξεις
Παλλόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pulserende, pulserend, pulseren, kloppende, bruisende