Σκλαβώνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σκλαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
занявольвае, панявольвае
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκλαβώνω
σκλαβώνω συνώνυμα, σκλαβώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σκλαβώνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σκλήθρα στα λευκορωσικά - асколак, аскепак, осколок, кавалак, абломак
- σκλαβιά στα λευκορωσικά - рабства, няволю
- σκληραίνω στα λευκορωσικά - абавязковасьць, дубянець
- σκληροτράχηλος στα λευκορωσικά - моцны, вогнетрывалы, вогнеўстойлівымі, вогнетрывалую, вогнетрывалая, вогнетрывалых
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: занявольвае, панявольвае
Μεταφράσεις: занявольвае, панявольвае