Σκλαβώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: σκλαβώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köleleştiren, köle, enslaves, köle gibi, köleleştirip
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκλαβώνω
σκλαβώνω συνώνυμα, σκλαβώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, σκλαβώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σκλήθρα στα τούρκικα - kıymık, splinter, kıyıyorsun, edilen şarapnel
- σκλαβιά στα τούρκικα - kölelik, köleliğin, köleliği, esaret
- σκληραίνω στα τούρκικα - mizaç, sertleştirmek, sağlamlaştırmak, katılaştırmak, duygusuzlaşmak, alıştırmak
- σκληροτράχηλος στα τούρκικα - zor, güç, kuvvetli, sert, ısıya dayanıklı, dayanıklı, refrakter, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκλαβώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: köleleştiren, köle, enslaves, köle gibi, köleleştirip
Μεταφράσεις: köleleştiren, köle, enslaves, köle gibi, köleleştirip