Σκοπεύω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: σκοπεύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чуць, мелі намер, намерваюся, Меў намер, які меўся, мела намер
Σκοπεύω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπεύω

σκοπεύω συνώνυμο, σκοπεύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σκοπεύω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • σκληρότητα στα λευκορωσικά - цвёрдасць, цьвёрдасьць, калянасць
  • σκοινί στα λευκορωσικά - вяроука, вяроўка
  • σκοπιά στα λευκορωσικά - перспектыва, далягляд, пэрспэктыва
  • σκοπιμότητα στα λευκορωσικά - магчымасць, магчымасьць
Τυχαίες λέξεις
Σκοπεύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: чуць, мелі намер, намерваюся, Меў намер, які меўся, мела намер