Σκοπεύω στα ισλανδικά

Μετάφραση: σκοπεύω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stefna, beina, ætla, áforma, ætlar, ætlum, hyggjast, hyggst
Σκοπεύω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπεύω

σκοπεύω συνώνυμο, σκοπεύω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σκοπεύω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκληρότητα στα ισλανδικά - hörku, harka, herslismyndun, hörðnun húðar
  • σκοινί στα ισλανδικά - reipi, Rope, kaðall, Kaðallinn, kaðli
  • σκοπιά στα ισλανδικά - sjónarhorni, sjónarhóli, yfirsýn, sjónarhorn, sjónarmið
  • σκοπιμότητα στα ισλανδικά - hagkvæmni, hagkvæmnisathugun, hagkvæmni þess, við hagkvæmniathugun, hagkvæmniathugun
Τυχαίες λέξεις
Σκοπεύω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stefna, beina, ætla, áforma, ætlar, ætlum, hyggjast, hyggst