Σκουντώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: σκουντώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкі штуршок
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντώ
σκουντώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, σκουντώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σκοτώνω στα λευκορωσικά - забіваць
- σκουντουφλώ στα λευκορωσικά - спатыкацца
- σκουπίδια στα λευκορωσικά - адмауляць, смецце, сьмецьце
- σκουπίζω στα λευκορωσικά - збіраць, зьбіраць
Τυχαίες λέξεις
Σκουντώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: лёгкі штуршок
Μεταφράσεις: лёгкі штуршок