Σκουντώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: σκουντώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meglökés, gallytörő, lökéssel, gallytörő rács, lökést
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντώ
σκουντώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σκουντώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- σκοτώνω στα ουγγρικά - gyilkosság, agyonüt, megölik, Slay, öli meg, öljétek
- σκουντουφλώ στα ουγγρικά - botlás, megbotlik, megütközés, botladozik, megbotlott
- σκουπίδια στα ουγγρικά - alom, hordszék, szemét, hordágy, szemetet, szemetes, trash, ...
- σκουπίζω στα ουγγρικά - pásztázás, letapogatás, átfogóképesség, söpör, befoghatja, lekössük, befogják
Τυχαίες λέξεις
Σκουντώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: meglökés, gallytörő, lökéssel, gallytörő rács, lökést
Μεταφράσεις: meglökés, gallytörő, lökéssel, gallytörő rács, lökést