Σκουντώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκουντώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duwtje, nudge, por, duw, zetje
Σκουντώ στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκουντώ

σκουντώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκουντώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκοτώνω στα ολλανδικά - ombrengen, doden, slachten, vermoorden, moorden, moord, doodslag, ...
  • σκουντουφλώ στα ολλανδικά - struikelen, struikeling, Stumble, struikeld bijna, strompelen
  • σκουπίδια στα ολλανδικά - afval, afwijzen, vuil, draagbaar, vuilnis, weigeren, afkeuren, ...
  • σκουπίζω στα ολλανδικά - uitwissen, oprijlaan, afdrogen, wissen, oprit, afwissen, afvegen, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκουντώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duwtje, nudge, por, duw, zetje