Σκουντώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: σκουντώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тупиця, легкий поштовх
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκουντώ
σκουντώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σκουντώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σκοτώνω στα ουκρανικά - барило, фрески, вбивати, убивати
- σκουντουφλώ στα ουκρανικά - спотикнутися, спотикання, спотикатися, помилятися, спотикатись
- σκουπίδια στα ουκρανικά - закладення, відмова, відмову, нутрощі, внутрішності, відказ, сміття, ...
- σκουπίζω στα ουκρανικά - журавель, нестися, витирання, винний, розшук, змітати, замітати, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκουντώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: тупиця, легкий поштовх
Μεταφράσεις: тупиця, легкий поштовх