Σκουντώ στα τούρκικα

Μετάφραση: σκουντώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dürtmek, nudge, dürtme, iteleme, bir dürtme
Σκουντώ στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκουντώ

σκουντώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, σκουντώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • σκοτώνω στα τούρκικα - cinayet, öldürmek, Slay, Slay bir, kılıçtan, katletmek
  • σκουντουφλώ στα τούρκικα - yanılmak, sürçmek, günaha girmek, dili sürçmek, sendeleme
  • σκουπίδια στα τούρκικα - reddetmek, çöp, süprüntü, Trash, çöp Kutusu, çepel, çöp Kovaları
  • σκουπίζω στα τούρκικα - silmek, temizlemek, scavenge, süpürücü, temizleyebileceği
Τυχαίες λέξεις
Σκουντώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dürtmek, nudge, dürtme, iteleme, bir dürtme