Στοιβάζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στοιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запіхвае, упіхваць
Στοιβάζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στοιβάζω

στοιβάζω συνώνυμο, στοιβάζω συνώνυμα, στοιβάζω στα αγγλικα, στοιβάζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στοιβάζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στοίχοι στα λευκορωσικά - лірыка
  • στοιβάδα στα λευκορωσικά - пласт, слой
  • στοιχεία στα λευκορωσικά - элементы, элемэнты
  • στοιχείο στα λευκορωσικά - элемент, элемэнт
Τυχαίες λέξεις
Στοιβάζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: запіхвае, упіхваць