Βουλώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: βουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουλώνω
βουλώνω συνώνυμα, βουλώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βουλώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βουλιάζω στα λιθουανικά - kriauklė, kriaukle, grimzdimo, kriauklės, sink
- βουλιμία στα λιθουανικά - godumas, gobšumas, bulimija, Nervinė, bulimijos, bulimijai, bulimia
- βουνό στα λιθουανικά - kalnas, Mountain, kalnų, kalno, kalnai
- βουρκωμένος στα λιθουανικά - ūkanotas, Misty, rūkas, blandus, aptemdytas
Τυχαίες λέξεις
Βουλώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk
Μεταφράσεις: užkamšyti, Doszczelniać, užtaisyti, Ķitēt, caulk