Βουλώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βουλώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tapar, obstrução, arrolhar, tampar, calafetar, calafetação, caulk, calafete, calafeta
Βουλώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουλώνω

βουλώνω συνώνυμα, βουλώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βουλώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βουλιάζω στα πορτογαλικά - curva, pia, dissipador, dissipador de, lavatório, sink
  • βουλιμία στα πορτογαλικά - Bulimia, da bulimia, A bulimia, de bulimia
  • βουνό στα πορτογαλικά - montagem, mudar, serra, montanhas, monte, montanha, à montanha, ...
  • βουρκωμένος στα πορτογαλικά - enevoado, nebuloso, Misty, enevoada, neblina
Τυχαίες λέξεις
Βουλώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tapar, obstrução, arrolhar, tampar, calafetar, calafetação, caulk, calafete, calafeta