Διευρύνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διευρύνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iškrypęs, iškleipti, nusklembtas, išsiskėsti, praplatėti
Διευρύνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διευρύνω

διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω λεξικο, διευρύνω αντωνυμα, διευρύνω αγγλικα, διευρύνω αντωνυμο, διευρύνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διευρύνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διευκολύνω στα λιθουανικά - palengvinti, lengviau, palengvintų, palengvina, palankesnes sąlygas
  • διευκρινίζω στα λιθουανικά - aiškinti, paaiškinti, išaiškinti, patikslinti, išsiaiškinti
  • διεύθυνση στα λιθουανικά - adresas, fakultetas, adresą, adreso
  • διεύρυνση στα λιθουανικά - plėtra, išplėtimas, plėtrą, plėtimosi, plėsti
Τυχαίες λέξεις
Διευρύνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: iškrypęs, iškleipti, nusklembtas, išsiskėsti, praplatėti