Διευρύνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: διευρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kikúposodás, kiékel, kiékelés, ferde, ellapult
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διευρύνω
διεύρυνση βικιλεξικο, διευρύνω λεξικο, διευρύνω αντωνυμα, διευρύνω αγγλικα, διευρύνω αντωνυμο, διευρύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, διευρύνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διευκολύνω στα ουγγρικά - megkönnyítése, elősegítése, megkönnyítse, megkönnyítik, megkönnyítsék
- διευκρινίζω στα ουγγρικά - tisztázza, tisztázása, tisztázzák, tisztázni, tisztázására
- διεύθυνση στα ουγγρικά - tantestület, cím, címe, címet, címét, címre
- διεύρυνση στα ουγγρικά - terjeszkedés, bővítése, tágulási, bővítés, bővülése
Τυχαίες λέξεις
Διευρύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kikúposodás, kiékel, kiékelés, ferde, ellapult
Μεταφράσεις: kikúposodás, kiékel, kiékelés, ferde, ellapult