Ενοικιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοικιάζω
ενοικιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενοικιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ενοικίαση στα λιθουανικά - samdyti, nuoma, nuomos, išsinuomoti, išsimokėtinai
- ενοικιάζομαι στα λιθουανικά - enoikiazomai
- ενοποίηση στα λιθουανικά - konsolidacija, įtvirtinimas, konsolidavimas, konsolidavimo, konsolidacijos
- ενοποιώ στα λιθουανικά - suvienodinti, suvienyti, suvienodinimo, unifikuoti, suvienodintos
Τυχαίες λέξεις
Ενοικιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą
Μεταφράσεις: nuoma, nuomos, nuomos mokestis, nuomą