Ενοικιάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ενοικιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járadék, lakbér, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
Ενοικιάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοικιάζω

ενοικιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενοικιάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ενοικίαση στα ουγγρικά - bérjövedelem, bérösszeg, bérel, felvenni, bérlése, bérlet, bérelhet
  • ενοικιάζομαι στα ουγγρικά - enoikiazomai
  • ενοποίηση στα ουγγρικά - konszolidáció, konszolidációs, konszolidációt, konszolidációja, konszolidációra
  • ενοποιώ στα ουγγρικά - egységesítse, egységesítése, egyesítse, egyesíteni, egységesíteni
Τυχαίες λέξεις
Ενοικιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: járadék, lakbér, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj