Λοξοδρομώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: λοξοδρομώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
balniškumas, grynas, absoliutus, vien, balniškumu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξοδρομώ
λοξοδρομώ συνώνυμο, λοξοδρομώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λοξοδρομώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λοιπόν στα λιθουανικά - gerai, šulinys, tada, po to, tuomet, vėliau
- λοξά στα λιθουανικά - įstrižai, įžambiai, nuožulniai, įstrižos, įstrižai į
- λοξοκοιτάζω στα λιθουανικά - loxokoitazo
- λοξός στα λιθουανικά - įstrižas, nuožulnus, įžambus, įstrižinis, pakrypęs
Τυχαίες λέξεις
Λοξοδρομώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: balniškumas, grynas, absoliutus, vien, balniškumu
Μεταφράσεις: balniškumas, grynas, absoliutus, vien, balniškumu