Λοξοδρομώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λοξοδρομώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Огромната, чиста, вистинска, самата, самото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξοδρομώ
λοξοδρομώ συνώνυμο, λοξοδρομώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λοξοδρομώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λοιπόν στα σλαβομακεδονικά - бунарот, тогаш, потоа, а потоа, потоа да
- λοξά στα σλαβομακεδονικά - косо, накосено, накосо
- λοξοκοιτάζω στα σλαβομακεδονικά - loxokoitazo
- λοξός στα σλαβομακεδονικά - дијагонална, коси, накосени, закосен, кос
Τυχαίες λέξεις
Λοξοδρομώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: Огромната, чиста, вистинска, самата, самото
Μεταφράσεις: Огромната, чиста, вистинска, самата, самото