Λοξοδρομώ στα ουγγρικά

Μετάφραση: λοξοδρομώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldallépés, tiszta, puszta, a puszta, pusztán, hosszirányú felhajlás
Λοξοδρομώ στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λοξοδρομώ

λοξοδρομώ συνώνυμο, λοξοδρομώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, λοξοδρομώ στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • λοιπόν στα ουγγρικά - szerencsésen, majd, akkor, ezután, aztán
  • λοξά στα ουγγρικά - ferdén, ferde, rézsútosan, burkoltan, kúposán
  • λοξοκοιτάζω στα ουγγρικά - bandzsa, sandítás, kancsal, kancsalság, loxokoitazo
  • λοξός στα ουγγρικά - burkolt, ferde, indirekt, fonákul, keresztezett, ferdén, a ferde, ...
Τυχαίες λέξεις
Λοξοδρομώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: oldallépés, tiszta, puszta, a puszta, pusztán, hosszirányú felhajlás