Μωρό στα λιθουανικά
Μετάφραση: μωρό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kūdikis, kūdikių reikmenys, baby, kūdikių, kūdikio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μωρό
μωρό μου καλησπέρα, μωρό 9 μηνών, μωρό μου σε αφήνω, μωρό 3 μηνών, μωρό 2 μηνών, μωρό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μωρό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μωβ στα λιθουανικά - purpurinis, purpuras, violetinė, raudonos, violetinės
- μωρολογώ στα λιθουανικά - nesąmonė, saldainis, Fudge, Pomadka, krówki
- μωρόπιστος στα λιθουανικά - patiklus, lengvatikis, lengvatikiai, Bezkrytyczny, Gullible
- μόδα στα λιθουανικά - kryptis, būdas, mada, stilius, polinkis, tendencija, maniera, ...
Τυχαίες λέξεις
Μωρό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kūdikis, kūdikių reikmenys, baby, kūdikių, kūdikio
Μεταφράσεις: kūdikis, kūdikių reikmenys, baby, kūdikių, kūdikio