Μωρό στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μωρό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querida, bebe, criancinha, bebê, bebé, do bebê, o bebê, do bebé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μωρό
μωρό μου καλησπέρα, μωρό 9 μηνών, μωρό μου σε αφήνω, μωρό 3 μηνών, μωρό 2 μηνών, μωρό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μωρό στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μωβ στα πορτογαλικά - real, depurar, roxo, púrpura, roxa, purple, roxos
- μωρολογώ στα πορτογαλικά - lorota, fudge, Caramelos, do fudge, fudge de
- μωρόπιστος στα πορτογαλικά - crédulo, crédulos, ingênuos, ingênuo, crédula
- μόδα στα πορτογαλικά - moda, tendências, costume, fascinante, maneira, forma, de moda, ...
Τυχαίες λέξεις
Μωρό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: querida, bebe, criancinha, bebê, bebé, do bebê, o bebê, do bebé
Μεταφράσεις: querida, bebe, criancinha, bebê, bebé, do bebê, o bebê, do bebé