Ομότιμος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ομότιμος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsižiūrėti, peer, tarpusavio, kolegų, bendraamžių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομότιμος
ομότιμος συνώνυμα, ομότιμοσ επίτιμοσ, ομότιμος καθηγητής, ομότιμος καθηγητής στα αγγλικά, ομότιμος καθηγητής αγγλικά, ομότιμος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ομότιμος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ομόλογος στα λιθουανικά - homologine, homologiškos, homologiSkos, homologinis, homologinė
- ομόνοια στα λιθουανικά - harmonija, santarvė, darnumas, Concord, darna, sutarimas
- ομόφωνα στα λιθουανικά - vieningai, vienbalsiai
- ομόφωνος στα λιθουανικά - vieningas, vieningi, nevienodi, vieningai, vienbalsiai
Τυχαίες λέξεις
Ομότιμος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsižiūrėti, peer, tarpusavio, kolegų, bendraamžių
Μεταφράσεις: įsižiūrėti, peer, tarpusavio, kolegų, bendraamžių