Πατσαβούρα στα λιθουανικά
Μετάφραση: πατσαβούρα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tamponas, tamponu, tepinėlis, plaušinė šluota, plauti plaušine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατσαβούρα
πατσαβούρα ετυμολογία, πατσαβούρα της βέρμαχτ, πατσαβούρα γλυκό, πατσαβούρα τυρόπιτα, πατσαβούρα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πατσαβούρα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πατρότητα στα λιθουανικά - tėvystė, tėvystę, tėvystės, tėviškumas
- πατσάς στα λιθουανικά - žarnokai, žarnų, Tripe, Blēņas, Muļķības
- παφλάζω στα λιθουανικά - burbulas, virti, Bubble, burbulo, burbuliukų, burbuliukas
- παχνιάζομαι στα λιθουανικά - šaltis, šarma, šalna, šerkšnas, eiliuoti, rašyti rimuotus eilėraščius, rimas, ...
Τυχαίες λέξεις
Πατσαβούρα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tamponas, tamponu, tepinėlis, plaušinė šluota, plauti plaušine
Μεταφράσεις: tamponas, tamponu, tepinėlis, plaušinė šluota, plauti plaušine