Πατσαβούρα στα ουκρανικά
Μετάφραση: πατσαβούρα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нечепура, прочуханка, шльондра, проститутка, повія, нечупара, тампон
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατσαβούρα
πατσαβούρα ετυμολογία, πατσαβούρα της βέρμαχτ, πατσαβούρα γλυκό, πατσαβούρα τυρόπιτα, πατσαβούρα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πατσαβούρα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πατρότητα στα ουκρανικά - батьківство, джерело, джерельце, авторство
- πατσάς στα ουκρανικά - нісенітниця, рубець, дурниця, кендюх
- παφλάζω στα ουκρανικά - хвилювання, булька, пузир, бульбашка, заворушення, міхур, бульбашку
- παχνιάζομαι στα ουκρανικά - іній, мороз, паморозь, изморозь
Τυχαίες λέξεις
Πατσαβούρα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нечепура, прочуханка, шльондра, проститутка, повія, нечупара, тампон
Μεταφράσεις: нечепура, прочуханка, шльондра, проститутка, повія, нечупара, тампон