Πατσαβούρα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πατσαβούρα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
брис, Стапчето, стапче, попивам вода, тромав човек
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πατσαβούρα
πατσαβούρα ετυμολογία, πατσαβούρα της βέρμαχτ, πατσαβούρα γλυκό, πατσαβούρα τυρόπιτα, πατσαβούρα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πατσαβούρα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πατρότητα στα σλαβομακεδονικά - татковство, татковството, на татковство
- πατσάς στα σλαβομακεδονικά - шкембето, шкембе, чкембе, ѓубре
- παφλάζω στα σλαβομακεδονικά - меур, балонот, балон, Bubble, меурчиња
- παχνιάζομαι στα σλαβομακεδονικά - слана
Τυχαίες λέξεις
Πατσαβούρα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: брис, Стапчето, стапче, попивам вода, тромав човек
Μεταφράσεις: брис, Стапчето, стапче, попивам вода, тромав човек