Πιέζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: πιέζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti
Πιέζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιέζω

πιέζω τον εαυτό μου, πιέζω συνώνυμα, πιέζω στα αγγλικά, πιέζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πιέζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πιάνω στα λιθουανικά - žiūrėti, rankena, stebėti, sankaba, sugauti, areštas, užtvara, ...
  • πιάτο στα λιθουανικά - klasė, lėkštė, indas, kursas, dubuo, patiekalas, indų, ...
  • πιέτα στα λιθουανικά - klostė, maistas, pakišti, Tuck, Podwijać
  • πια στα λιθουανικά - nebe, nebėra, nebegali, nėra, ne ilgiau
Τυχαίες λέξεις
Πιέζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gręžimas, išpešti, sulčiaspaudė, nusukti, gręžti