Πονηρός στα λιθουανικά
Μετάφραση: πονηρός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gudrus, apgaulus, ironiškas, klastingas, nelegalus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονηρός
πονηρός in english, πονηρός συνώνυμα, πονηρός λεξικό, πονηρός πλαστικός χειρουργός, πονηρός νικόλαος, πονηρός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πονηρός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πομπώδης στα λιθουανικά - pompastiškas, išpūstas, Bombastyczny, bombastic, Sočiųjų
- πονηριά στα λιθουανικά - gudrus, klastingas, suktybė, gudrumas, suktas
- πονοκέφαλος στα λιθουανικά - galvos skausmas, galvos, skausmas, galvos skausmą
- ποντίκι στα λιθουανικά - pelė, pelės, pele, pelę, pelių
Τυχαίες λέξεις
Πονηρός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gudrus, apgaulus, ironiškas, klastingas, nelegalus
Μεταφράσεις: gudrus, apgaulus, ironiškas, klastingas, nelegalus