Προσαρμόζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσαρμόζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσαρμόζω
προσαρμόζω τη δόση μου, προσαρμόζω αγγλικά, προσαρμόζω συνώνυμο, προσαρμόζω μετάφραση, προσαρμόζω συνώνυμα, προσαρμόζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσαρμόζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσαράσσω στα λιθουανικά - sausuma, žemė, Suvyta, užsilikusius, dideles, per dideles, įstrigčiau
- προσαρμογή στα λιθουανικά - reguliavimas, koregavimas, koreguoti, koregavimo, patikslinimas
- προσαύξηση στα λιθουανικά - priemoka, už papildomą mokestį, papildomą mokestį, paprašius, papildomas mokestis
- προσβάλλομαι στα λιθουανικά - sutartis, sudaryti, kontraktas, Obrazić
Τυχαίες λέξεις
Προσαρμόζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti
Μεταφράσεις: reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti