Σταλάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: σταλάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lašėti, srovelė, sroventi, almėti, lašėjimas, mažas kiekis
Σταλάζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σταλάζω

σταλάζω συνώνυμα, σταλάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σταλάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • σταθμίζω στα λιθουανικά - svertinis, svertinė, svertinį, svertinio, svorinis
  • σταθμός στα λιθουανικά - punktas, stotis, postas, stoties, station, stotelė, stotį
  • σταματώ στα λιθουανικά - tikrinimas, derėti, čekis, pauzė, išbandyti, tikti, pertrauka, ...
  • στασιασμός στα λιθουανικά - kurstymas maištauti, vaidai, Sedition, Bunt, antivyriausybinė agitacija
Τυχαίες λέξεις
Σταλάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lašėti, srovelė, sroventi, almėti, lašėjimas, mažas kiekis