Συγκροτώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: συγκροτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sukomponuoti, sudaryti, parašyti, kurti, rašyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκροτώ
συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ english, συγκροτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συγκροτώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συγκρίνω στα λιθουανικά - palyginti, palyginkite, lyginame, lyginti, Palyginimui
- συγκρίσιμος στα λιθουανικά - panašus, panaši, palyginami, palyginama, lyginti
- συγκρούομαι στα λιθουανικά - susidurti, švilpti, atsimušti, sviesti, lėkti, atsitrenkti
- συγκρούω στα λιθουανικά - susidurti, susidūrimas, konfliktas, susikirtimas, džerškėjimas, džerškėti
Τυχαίες λέξεις
Συγκροτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sukomponuoti, sudaryti, parašyti, kurti, rašyti
Μεταφράσεις: sukomponuoti, sudaryti, parašyti, kurti, rašyti