Συγκροτώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συγκροτώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constituir, compor, constitua, compõem, componha, escrever, compõe
Συγκροτώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκροτώ

συγκροτώ συνώνυμα, συγκροτώ συνώνυμο, συγκροτώ english, συγκροτώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκροτώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συγκρίνω στα πορτογαλικά - contrastar, contraste, comparar, compare, comparação, compará, compara
  • συγκρίσιμος στα πορτογαλικά - comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente
  • συγκρούομαι στα πορτογαλικά - chocar, Hurtle, Hurtle em, bater contra, estalar
  • συγκρούω στα πορτογαλικά - choque, conflito, confronto, embate, clash
Τυχαίες λέξεις
Συγκροτώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: constituir, compor, constitua, compõem, componha, escrever, compõe